δεκαοκταετής

δεκαοκταετής
και δεκαοκταέτης, ο (θηλ. δεκαοκταέτις, η)
όποιος έχει ηλικία ή διάρκεια δεκαοκτώ χρόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκτώ + -ετης < έτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκαοκταετία — η περίοδος δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκταετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”